- πενικιλ(λ)ιναντοχή
- και πενικιλ(λ)ινοαντοχή, ηβιολ. κατάσταση, φυσική ή επίκτητη, ενός πενικιλλινοάντοχου βακτηρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πενικιλλίνη + αντοχή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πενικιλ(λ)ινοαντοχή — η βλ. πενικιλ (λ)ιναντοχή … Dictionary of Greek